- κτησίβιος
- (3ος-2ος αι. π.Χ.). Μηχανικός από την Αλεξάνδρεια. Η εργασία του αναπτύχθηκε κυρίως στο πεδίο των υδραυλικών μηχανών και των μηχανών πεπιεσμένου αέρα· σε αυτόν αποδίδεται η εφεύρεση της αντλίας και του υδραυλικού οργάνου με την ονομασία ύδραυλις, καθώς και η κατασκευή υδραυλικών ωρολογίων και πολεμικών μηχανών. Τα γραπτά του δεν σώθηκαν, όμως υπάρχουν αναφορές σε αυτά από τον Φίλωνα τον Βυζάντιο και από τον μαθητή του τελευταίου, Ήρωνα.
* * *κτησίβιος, -ον (Α)ιδιοκτήτης περιουσίας, αυτός που κατέχει βίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτησ- τού κτῶμαι (πρβλ. κτῆσις) + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφί-βιος, ναυσί-βιος. Η λ. είναι σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*].
Dictionary of Greek. 2013.